- ὑποπτέρῳ
- ὑπόπτεροςwingedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποπτερώ — όω, Α [ὑπόπτερος] (συν. το παθ.) ὑποπτεροῡμαι, όομαι αποκτώ φτερά, γίνομαι φτερωτός … Dictionary of Greek